ταρσικός

ταρσικός
η , ό[ν] предплюсневой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ταρσικός" в других словарях:

  • Ταρσικός — of Tarsus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρσικός — (I) και θαρσικός, ή, όν, Α [ταρσός] 1. αυτός που προέρχεται από την Ταρσό τής Μικράς Ασίας («ταρσικὸν ἐλλύχνιον» επίθεμα για οιδήματα, Αέτ.) 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ ταρσικοί ονομασία σχολής τραγικών ποιητών. (II) ή, ό, Ν ανατ. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Ταρσικά — Ταρσικός of Tarsus neut nom/voc/acc pl Ταρσικά̱ , Ταρσικός of Tarsus fem nom/voc/acc dual Ταρσικά̱ , Ταρσικός of Tarsus fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταρσικῶν — Ταρσικός of Tarsus fem gen pl Ταρσικός of Tarsus masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταρσικόν — Ταρσικός of Tarsus masc acc sg Ταρσικός of Tarsus neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταρσικοί — Ταρσικός of Tarsus masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταρσικοῦ — Ταρσικός of Tarsus masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταρσικῇ — Ταρσικός of Tarsus fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταρσικῷ — Ταρσικός of Tarsus masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρσαίος — α, ο, Ν [ταρσός] (για ανατομικό σχηματισμό) αυτός που σχετίζεται με τον ταρσό τού ποδιού ή τού βλεφάρου, αλλ. ταρσικός (α. «ταρσαίοι αδένες» είκοσι ὡς σαράντα σμηγματογόνοι αδένες οι οποίοι περιέχονται στην ουσία καθενός ταρσού τού ματιού και από …   Dictionary of Greek

  • ταρσικάριος — και θαρσικάριος, ὁ, Α [ταρσικός (Ι)] αυτός που υφαίνει ταρσικά υφάσματα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»